λογοποιικός

λογοποιικός
λογοποι-ικός, ή, όν,
A of or like a λογοποιός: ἡ -κὴ τέχνη, = λογογραφική, Pl.Euthd.289c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογοποιικός — λογοποιϊκός, ή, όν (Α) [λογοποιός] 1. αυτός που ανήκει στον λογοποιό ή μοιάζει με λογοποιό 2. φρ. «λογοποιϊκή τέχνη» η λογογραφική τέχνη, η τέχνη τής συγγραφής λόγων …   Dictionary of Greek

  • λογοποιικήν — λογοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”